ἡδύγαιον

ἡδύγαιον
ἡδύ-γαιον, τό,= σίκυον, Heraclid.[dialect] Tarent. ap. Ath.2.74b (ἡδυνέον isf.l.in Hsch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡδύγαιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδύγαιος — ἡδύγαιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ απαντά σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”